- μετάσχεσις
- μετάσχεσιςparticipationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετάσχεσις — μετάσχεσις, ἡ (Α) [μετέχω] μέθεξη, συμμετοχή («οὐκ ἔχεις ἀλλην τινὰ αἰτίαν τοῡ δύο γενέσθαι ἀλλ ἤ τὴν τῆς δυάδος μετάσχεσιν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ έχω (πρβλ. κατ έχω: κατά σχεσις)] … Dictionary of Greek
μετασχέσει — μετάσχεσις participation fem nom/voc/acc dual (attic epic) μετασχέσεϊ , μετάσχεσις participation fem dat sg (epic) μετάσχεσις participation fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάσχεσιν — μετάσχεσις participation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)